O Ξενώνας
(Translated from the original, The Hostel, by Liana Metal, at www.lulu.com)
1
Το κουδούνι του μικρού ξενώνα στο Τσίζικ, στο δυτικό Λονδίνο, ήχησε δυνατά. Ομως, κανείς δεν άνοιξε την πόρτα.
Η Νίνα προσπάθησε ξανά. Πίεσε με δύναμη το δάχτυλό της πάνω στο καφετί κουμπί για αρκετή ώρα και περίμενε με ανυπομονησία να φανεί κάποιος. Μα πάλι, κανείς δεν εμφανίστηκε. Εκανε μερικά βήματα πίσω και κοίταξε τα κλειστά παράθυρα που ήταν στην πρόσοψη του ξενώνα.
Οι μπλε κουρτίνες έκρυβαν καλά το εσωτερικό των δωματίων. Μήπως κάποιος την έβλεπε; Επιασε με την άκρη του ματιού της μια ανεπαίσθητη κίνηση πίσω απο μια κουρτίνα, αλλά δεν ήταν και σίγουρη. Αποφάσισε να πάει λίγα μέτρα πιο ΄περα, στα αριστερά της εισόδου, που ήταν μια μικρή αυλή. Οι ψηλοτάκουνες μπότες της έβγαζαν περίεργους ήχους καθώς περπατούσε με προσοχή πάνω στο ψιλό χαλίκι της αυλής.
«Ισως να είναι κάποιος εδώ» σκέφθηκε . Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω στο ξενοδοχείο που έμενε προσωρινά χωρίς να έχει βρεί καινούργιο μέρος να μείνει. Κι έπρεπε οπωσδήποτε να βρει ενα πιο φθηνό μέρος να μείνει μέχρι να τελειώσει τις σπουδές της στην Αγγλία.
Τότε πρόσεξε την πίσω πόρτα στην πίσω άκρη της αυλής. Χτύπησε με το χέρι. Δεν υπήρχε κουδούνι. Καμιά απάντηση! Περίμενε για λίγο και ξαναχτύπησε. Τίποτα. Τότε πρόσεξε, λιγο πιο αριστερά, μια μικρή άσπρη σιδερένια πόρτα που έμοιαζε με πόρτα αποθήκης. Αυτή τη φορά ήταν τυχερή! Μόλις χτύπησε, η πόρτα άνοιξε αμέσως!
«Γειά σας!» μια έντονη και τραχιά φωνή ακούστηκε από το άνοιγμα της πόρτας.
Μια ηλικιωμένη καλόγρια ξεπρόβαλε στο άνοιγμα και κοίταξε τη Νίνα ερωτηματικά, μ’ενα τεράτσιο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό της. Τα χονδρά της σκούρα γυαλιά πέσανε στην άκρη απο τη μακριά της μύτη όπως έγυρε ελαφρά μπροστά για να δει καλύτερα τη νεαρή κοπέλλα.
«Καλημέρα» είπε η Νίνα ευγενικά. «Χτυπούσα το κουδούνι στην είσοδο πολύ ώρα, αλλά κανείς δεν μ’άκουγε...θα ήθελα να μιλήσω με τον υπεύθυνο του ξενώνα».
Η καλόγρια συνέχισε να της χαμογελά.
«Α, καλά» είπε αργά αργά. «Ισως η υπεύθυνη αδελφή να είναι ακόμα στο μοναστήρι. Θα την ειδοποιήσω τώρα αμέσως. Σε παρακαλώ, πήγαινε πίσω στην κεντρική είσοδο και περίμενε εκεί. Ενα λεπτό θα κάνω, εντάξει;»
Μετά, πριν προλάβει η Νίνα να φύγει, τη ρώτησε με περιέργεια:
«Είσαι επισκέπτης;»
«Οχι, απλά ενδιαφέρομαι να μείνω για λίγο στον ξενώνα» απάντησε η Νίνα. «Μια φίλη μου μου σύστησε αυτό το μέρος και θα ήθελα να το δω...ξέρετε...» πρόσθεσε μη ξέροντας τί άλλο να πει.
«Ξέρω, ξέρω» είπε η καλόγρια. «Μια που γνωριστήκαμε, εγώ είμαι η αδελφή Ελεν και αν με ξαναχρειαστείς, ξέρεις που θα με βρεις!»
Χαμογέλασε πλατιά στη Νίνα και μετά εξαφανίστηκε μέσα στο μικρό δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Η Νίνα προχώρησε στην είσοδο του κτιρίου.
«Για να δούμε» σκέφθηκε. «Θα μπω τελικά μέσα να δω πώς είναι;»
Κράτησε τη μακρια διάφανη ομπρέλλα της και τη μεγάλη μπεζ τσάντα της με το ενα χέρι και με το άλλο, χτύπησε πάλι το κουδούνι. Εσφιξε τη ζώνη απο το τουίντ παλτό που φορούσε δυνατά. Ηταν παγωνιά εκείνο το πρωί και επρεπε να περιμένει τόση ώρα μεσα στο κρύο. Τελικά, η μεγάλη σιδερένια πράσινη πόρτα άνοιξε.
«Καλημέρα αγαπητή μου!» μια άλλη καλόγρια χαιρέτησε τη Νίνα.
«Παρακαλώ, πέρασε μέσα. Συγνώμη για την καθυστέρηση».
Οδήγησε τη Νίνα σε ενα μικρό γραφείο, στο τέλος ενος στενού διαδρόμου.
«Πώς μπορω να βοηθήσω; Εγώ είμαι η αδελφή Αμέλια» είπε.
Η Νίνα συστήθηκε και μετά της εξήγησε οτι χρειάζεται ενα δωμάτιο να μείνει.
«Κατάλαβα» είπε τότε η αδελφή Αμέλια και ‘ανοιξε ενα χονδρό μπλε βιβλίο.
«Υπάρχει μόνον ένα δωμάτιο αυτή την στιγμή, στο ισόγειο. Αλλά είναι για δυο, ξέρεις, έχει δυο κρεβάτια».
Η Νίνα ανακουφίστηκε που τ’ άκουσε. «Ευτυχώς!» σκέφθηκε. «Δεν θα ψάξω άλλο!»
«Τέλεια!» απάντησε. «Μου λέτε πόσο κοστίζει;»
Δεν ζήτησε να δει το δωμάτιο. Δε χρειαζόταν. Θα το νοίκιαζε οπωσδήποτε!
Το ίδιο απόγευμα, η Νίνα μετακόμισε στον ξενώνα Αγία Μαρία Μορέττι. Ηταν η πρώτη φορά στη ζωή της που θα έμενε σε ξενώνα που τον φρόντιζαν καλόγριες και ένοιωθε λίγο περίεργα, αλλά συγχρόνως αυτό το μέρος ήταν και ενδιαφέρον και ασφαλές γι αυτήν.
«Το δυτικό Λονδίνο είναι τέλειο!» της είχε πει πριν απο μέρες μια φίλη της. «Ομως,πρέπει να βρεις ενα καλό μέρος να μεινεις. Αυτός ο ξενώνας είναι ήσυχος και ασφαλής. Το ιδανικό μέρος για μια φοιτήτρια!»
Είχε δίκιο. Το Λονδίνο, στις αρχές της δεκαετίας του 70, ήταν ενα μείγμα απο διαφορετικές κουλτούρες και το άνδρο των Χίπις και των ναρκωτικών. Ετσι, μια κοπέλλα σαν τη Νίνα θα έπρεπε να κοιτάξει την ασφάλειά της πάνω απ’ όλα.
Πραγματικά, ο ξενώνας ήταν ήσυχος και ασφαλής, αλλά ήταν και ασυνήθιστος και την γέμιζε περιέργεια. Ηταν το δίχως άλλο ενα μέρος, που μια κοπέλλα στα τελευταία χρόνια της εφηβείας της θα έβρισκε ενδιαφέρον να μάθει και να εξερευνήσει, αλλά σίγουρα όχι να μείνει εκεί για πολύ! Κανονισμοί κάθε είδους κρατούσαν τα κορίτσια του ξενώνα φυλακισμένα ανάμέσα απο τους ψηλούς τοίχους που περιέβαλαν το κτίριο και απαγορευόταν να τραβήξει κανείς τις μπλε κουρτίνες που σκέπαζαν κάθε παράθυρο για να μπει μέσα το φως.
Εδειξαν στη Νίνα το δωμάτιό της. Ηταν στο τέλος του διαδρόμου, κάτω απο την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα.
«Πιο πολύ μοιάζει με κρυψώνα και οχι με υπνοδωμάτιο» σκέφθηκε η Νίνα όταν το είδε. Αλλά δεν την πείραζε πολύ. Ηταν μαθημένη στις δύσκολες καταστάσεις. Ενα άλλο δωμάτιο που είχε δει την περασμένη εβδομάδα ήταν πολύ χειρότερο. Δεν είχε ούτε θέρμανση.
«Θα ήθελα ενα μονό δωμάτιο όταν γίνεται» είπε στην αδελφή Αμέλια.
«Ισως τον άλλο μήνα, να υπάρχει ενα ελεύθερο» είπε η αδελφή.
Η Νίνα κάθησε πάνω στο κρεβάτι. Το στρώμα ήταν σκληρό και τα σκεπάσματα λίγα. Ευτυχώς που υπήρχε μια σόμπα με αέριο που άναβε τα βράδυα κι έτσι ήταν εντάξει. Θα έπρεπε να αγοράσει μερικά πράγματα ακόμα για να είναι πιο άνετα. Ηξερε πως δεν έιχε τη δυνατότητα να ξοδέψει πολλά, αλλά μόνο τα τελείως απαραίτητα.
Η Νίνα τακτοποιησε λίγο τα πράγματά της και μετά έκανε μια βόλτα στον ξενώνα. Πρόσεξε οτι στο χωλ υπήρχε ενας τηλεφωνικός θάλαμος. Εβαλε ενα κέρμα στο τηλέφωνο και κάλεσε τη μαμά της.
«Γεια σου μαμά» είπε βιαστικά. «Τώρα μένω σ’ενα ξενώνα , στο δυτικό Λονδίνο. Θα σου στείλω τη διευθυνσή μου σε μια κάρτα...ναι, θα στη στείλω σήμερα κιόλλας...μην ανησυχείς, είμαι εντάξει, ναι, είναι ασφαλές μέρος...υπάρχουν καλόγριες εδώ, ναι, καλά άκουσες, καλόγριες!»
Η Νίνα της εξήγησε οσο πιο γρήγορα γινόταν για να μην της τελειώσει ο χρόνος. Οταν κατέβασε το ακουστικό, πήγε μια βόλτα να δει το μέρος γύρω της.
(to be continued)
(Read the English version atwww.lulu.com)